εκκλητάριος

εκκλητάριος
ἐκκλητάριος, ο (Μ)
1. δικαστής που δικάζει εκκλήσεις
2. (ως επίθ. -ος, -α, -ον) αυτός που αναφέρεται στις εκκλήσεις, στις εφέσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”